τελευτήσαντος

τελευτήσαντος
τελευτάω
bring to pass
aor part act masc/neut gen sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • IROMUS — Rex Tyri. Tertull. in Apol. Iromuss phoenix Tyri Rex. In Menandri Ephesiifragmentis a Scalig. editis, ubi de Regibus Tyri, Τελευτήσαντος δὲ Α᾿βιβένου διεδεζατο τὴν βασιλείαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ Ε῎ιρωμος …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μεταυτίκα — (Α) επίρρ. ευθύς, αμέσως μετά από αυτά, αμέσως κατόπιν («καὶ μεταυτίκα τελευτήσαντος ἐξεδέξατο», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐτίκα «αμέσως»] …   Dictionary of Greek

  • τελευτώ — τελευτῶ, άω, ΝΜΑ [τελευτή] 1. (αμτβ.) α) φθάνω στο τέλος, τελειώνω, λήγω, καταλήγω β) πεθαίνω (α. «προτού τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῡ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί. γ. «ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῑος», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”